συντραγωδώ

συντραγωδώ
-έω, Α
1. συμμετέχω σε παράσταση τραγωδίας
2. παθ. συντραγῳδοῦμαι, -έομαι- παρίσταμαι σε συμφωνία με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τραγῳδῶ «παρουσιάζω τραγωδία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”